- στάνει
- Α(κατά τον Ησύχ.) «τείνεται, συμβέβυσται».[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. δυσερμήνευτου σχηματισμού που συνδέεται πιθ. με το επίθ. στενός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
sten-2 — sten 2 English meaning: narrow Deutsche Übersetzung: “eng, einengen”? Material: Alt. στενός, Ion. στεινός “eng” (*στεν Fό ς), Hom. τὸ στεῖνος “narrowness, narrow Raum; crush, crowdedness (so also Att. τὸ στένος)”, στενυγρός “eng” … Proto-Indo-European etymological dictionary